Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπρόξυλο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρόξυλο το [aspróksilo] Ο41 : είδος κιτρινωπού ξύλου που χρησιμοποιείται στην ξυλουργική.

[ασπρο- + ξύλο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρόξυλο [asprόksilo] το, bot
  • light-colored wood of any of various trees, whitewood, spindle tree wood, white pine, Euonymus europaeus (syn ζουγκρανιά):
    • ήταν αναποδογυρισμένο πάνω στο χεράμαξο ένα μεγάλο τραπέζι από ~(Tsirkas)

[cpd w. ξύλο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go