Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπρορουχού
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπρορουχού η [asproruxú] Ο37 : (παρωχ.) μοδίστρα που έραβε ασπρόρουχα.

[ασπρόρουχ(ο) -ού]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπρορουχού [asproruxú] η,
  • ① seamstress of linen or whites:
    • δεν τους έφτανε το ημερομίσθιο της μοδιστρούλας ή της ασπρορουχούς (Xenop) |
    • βαστούσε στη ράχη της το στεντούκι με τα νυχτικά και τις καμιζόλες .., όλα βγαλμένα από χέρι πιδέξιο ασπρορουχούς (Vlami)
  • ② thief of laundry hung to dry

[der of ασπρόρουχο w. suff -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go