Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπροπάρι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασπροπάρι [aspropári] το, (& ασπροπάρης ο & αστραπάρι το) region., orn
  • Egyptian vulture, Neophron percnopterus (syn καλιάντζαρης, κουκάλογο):
    • ένα ~πέταξε αργά, χύθηκε απότομα στο βάθος (Venezis)

[by syncope fr *ασπροϋπάρι ← *ασπρογυπάρι, this cpd w. MG *γυπάριν ← AG γυπάριον, dimin of γύψ; form αστραπ- by folket fr αστραπή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go