Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπροντυμένος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπροντυμένος -η -ο [asprodiménos] Ε3 : που είναι ντυμένος με άσπρα ρούχα, στα άσπρα.

[ασπρο- + ντυμένος μππ. του ντύνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπροντυμένος1 [asprodiménos] ο,
  • white-coated or white-uniformed person:
    • όταν είδε τους ασπροντυμένους να μπαίνουνε στο μαγαζί με το φορείο, τα μάτια του πήρανε μιαν έκφραση πανικού (GPhPieridis)

[substantiv. m of ασπροντυμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπροντυμένος2, -η, -ο [asprodiménos] (& Solom ασπροεντυμένος)
  • dressed in white (syn ασπροφορεμένος, ασπροφόρος, λευκοντυμένος, λευκοφορεμένος, L λευκοφόρος, ant μαυροντυμένος):
    • ~άγγελος |
    • ασπροντυμένο κορμί |
    • ασπροντυμένο σπίτι |
    • παρουσιάζεται ένας κύριος ~, κρατώντας στο χέρι του μια τανάλια, για να σας βγάλει το χαλασμένο δόντι (Moustoxydis) |
    • φωτογραφίζεται με τους ασπροντυμένους πωλητές σφουγγαριών (Varelas) |
    • λατρείες γίνονται σε δημόσια μέρη με ασπροντυμένους ιερείς (Stasinop) |
    • poem ποια είναι τούτη, | που κατεβαίνει | ασπροεντυμένη | οχ το βουνό; (Solom) |
    • ω λευτεριά μου, γείρε ασπροντυμένη | την ώρα αυτή, που η χτίση σε προσμένει (Dallas)

[ppp of ασπροντύνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go