Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασπούδαχτος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασπούδαχτος -η -ο [aspúδaxtos] Ε5 : (οικ.) ασπούδαστος.

[α- 1 σπουδακ- (σπουδάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπούδαχτος1 [aspú∂axtos] ο, (& L ασπούδαστος)
  • uneducated or unstudied person (syn αμόρφωτος1, απαίδευτος1):
    • ο B. είναι ο πιο ένδοξος ~της λογοτεχνίας μας (Charis) |
    • τα προγράμματα είχαν ζωηρή απήχηση σε σπουδαγμένους κι ασπούδαχτους (Lygizos) |
    • είχα ανατριχιάσει .., όταν στην τηλεόραση έβλεπα .. να εξευτελίζει αυτός ο ~ τους ακαδημαϊκούς διδασκάλους του έθνους (Vafop)

[substantiv. m of ασπούδαχτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασπούδαχτος2, -η, -ο [aspú∂axtos] (& L ασπούδαστος)
  • not learned, uneducated, unstudied (syn αμόρφωτος2 2, απαίδευτος2 1):
    • ~ζωγράφος, λογοτέχνης |
    • ασπούδαχτο ταλέντο |
    • είναι ~ σ' αυτά τα πράματα |
    • [την ορθογραφία] δεν την ήξερε καθόλου, ήταν ~ (Panagiotop) |
    • οι δυο καλλιτέχνες θέλησαν .. να τονίσουν έτσι τη διαφορά τους από τους ασπούδαχτους κακοδουλευτές ή τους νεωτεριστές (Karouzos) |
    • είχε μια σοφία αλλιώτικη, ασπούδαχτη (Lazaridis) |
    • κατοχυρώθηκε το ατομικό και ασπούδαστο εύρημα του Whitman, ο ελεύθερος στίχος (Spandonidis)

[fr postmed (Somavera) ασπούδαστος ← K (also pap), AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go