Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπούδαχτα, επίρρ.
-
- Xωρίς σπουδή, βιασύνη:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [154]).
[<επίθ. ασπούδαχτος (IΛ, λ. ‑στος). H λ. και σήμ.]
- Xωρίς σπουδή, βιασύνη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασπούδαχτα [aspú∂axta] adv (& L ασπούδαστα)
- in an uneducated or unstudied manner, crudely (near-syn αμελέτητα, αμόρφωτα):
- poem .. είναι ένα γλυπτό | χοντρό κι αμφίγραμμο, ~| βαμμένο κι αταίριαστα, σωστό ξόανο (Papatsonis)
[fr postmed ασπούδαχτα bes ασπούδαστα, der of ασπούδαχτος2]
- in an uneducated or unstudied manner, crudely (near-syn αμελέτητα, αμόρφωτα):



