Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασουλούπωτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασουλούπωτα [asulúpota] adv
  • shapelessly, clumsily, gracelessly:
    • οι μαούνες χοροπηδάνε ~(KPolitis) |
    • μια μεγάλη φάλαγγα που βαδίζει ακατάστατα, .. ένα πελώριο φίδι που .. προχωρεί κυματιστά, ~ (Petsalis)

[der of ασουλούπωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go