Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκών, -ούσα [askόn] (L)
- ① practicing, pursuing (profession, trade etc):
- το μέτρο ισχύει μόνον για μισθωτές ή ασκούσες ελευθέριο επάγγελμα μητέρες
- ② carrying out, exercising:
- υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου ~καθήκοντα υφυπουργού Στρατιωτικών |
- also substantiv. υπάρχουν περιπτώσεις που οι ασκούντες την πατρική εξουσία φορούν ζουρλομανδύα (Christidis)
[fr kath ασκών, prp of ασκώ]
- ① practicing, pursuing (profession, trade etc):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκώνω s. σηκώνω.



