Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκλάβωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκλάβωτος -η -ο [asklávotos] Ε5 : που δε σκλαβώθηκε· αδούλωτος.

[μσν. ασκλάβωτος < α- 1 σκλαβώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκλάβωτος, -η, -ο [asklávotos]
  • ① unenslaved, free (syn αδούλωτος, ant σκλαβωμένος):
    • ~λαός |
    • ασκλάβωτη ψυχή |
    • ασκλάβωτο όνειρο, χώμα |
    • η θάλασσα, η πραγματική κι ασκλάβωτη από λιμάνια, .. είναι ένα άγριο δράμα (Charis) |
    • οι κλέφτες τραβούσαν ασκλάβωτοι από βουνό σε βουνό (ChZalokostas) |
    • επάνω στο ασκλάβωτο διάστημα αεροζυγιάζονταν ελεύθερα τα κιρκινέζια (Dafnis) |
    • poem .. η πατρική του γη είναι ασκλάβωτη, | μα ζει σε τάφο σκλαβωμένο (Athanas)
  • ⓐ unsubmissive, insubordinate, indomitable (syn ανυπότακτος2 1):
    • από μικρό παιδί έτσι μεγάλωσεν, ασκλάβωτη, στο δρόμο και στη βάρκα (Palam)
  • ② fig free fr lien, not tied up, unrestricted, unencumbered (syn αδέσμευτος, ant δεσμευμένος):
    • ασκλάβωτο σπίτι, χωράφι |
    • ασκλάβωτα χρήματα |
    • η πολυτέλεια η δική του, ο μόνος ποθητός πλούτος, ήταν ο ~, ο ακαταμέριστος χρόνος (Prevelakis)

[fr MG (Du Cange s.v. σκλάβος) ασκλάβωτος, cpd w. *σκλαβωτός (: σκλαβώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες