Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασκηταριό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασκηταριό το [askitarjó] Ο38 : η καλύβα του ασκητή· σκήτη, το ασκητήριο1.

[ασκητ(ής) -αριό]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασκηταριό [ascitarjό] το,
  • ① relig living quarters of a hermit, hermitage (syn αναχωρητήριο 1):
    • ο ποιητής .. μνημονεύει τ' ασκηταριά των Μετεώρων (Chourmouzios) |
    • το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όπου είχε κι αυτός αφιερώσει το ~του (Bastias) |
    • folks. ουδέ Tουρκάκης είμαι ουδέ Kόνιαρος, | είμαι καλογεράκης απ' ~(DPetrop) |
    • poem .. οι χτύποι της καμπάνας | ταράζουν τον καλόγερο στ' ~του μέσα (Palam)
  • ② fig secluded residence, private retreat, hermitage (syn αναχωρητήριο 2, ερημητήριο):
    • ο Kαζαντζάκης δεν ήξερε να καλλωπίσει το ~του (Prevelakis) |
    • πήγαιναν στο μακρινό ~ του πόνου και κρατούσαν συντροφιά στον άρρωστο ποιητή (Valetas)

[der of MG ασκηταρείον (cf Pontic ασκηταρείον & -αρείο, Karp ασκηταρειόν & Pontic ο ασκηταρείος), der of ασκητής w. MG suff -αρείον; cf ασκητήριο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go