Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκαύλι [askávli] το, region. (Epir,
- Kyther etc) mus bagpipe (syn άσκαυλος L, ασκομαντούρα, γκάιντα, τσαμπούνα):
- poem ήρθε η λάμια η βροχή | με τ' ασκιά και τα καλάμια, | τα σουραύλια και τ' ασκαύλια (Vlachogiannis)
[fr *ασκαύλιν, dimin of άσκαυλος]
- Kyther etc) mus bagpipe (syn άσκαυλος L, ασκομαντούρα, γκάιντα, τσαμπούνα):



