Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασκαύλι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασκαύλι [askávli] το, region. (Epir,
  • Kyther etc) mus bagpipe (syn άσκαυλος L, ασκομαντούρα, γκάιντα, τσαμπούνα):
    • poem ήρθε η λάμια η βροχή | με τ' ασκιά και τα καλάμια, | τα σουραύλια και τ' ασκαύλια (Vlachogiannis)

[fr *ασκαύλιν, dimin of άσκαυλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go