Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασιανολόγος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασιανολόγος ο [asianolóγos] Ο18 θηλ. ασιανολόγος [asianolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την ασιανολογία.

[λόγ. ασιανο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασιανολόγος [asianolόγos] ο, η, (L)
  • specialist in Asian (or eastern) cultures, languages and peoples, orientalist:
    • ο Bréhier το πρώτο τεύχος ανέθεσε στο γνωστό ασιανολόγο M.O. το δεύτερο επιθυμούσε να γραφεί από Έλληνα (Tatakis) |
    • ο σανσκριτιστής κι ~Friedr. Max Muller (Theodoridis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασιανολόγος, cpd of ασιανός & combin form -λόγος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go