Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθμαίνων, -ουσα, -ον [asθménon] (L)
- ① panting, gasping, falling short of breath (syn λαχανιάζοντας, λαχανιασμένος):
- στην αρένα δεν έβλεπε κανείς πια παρά τα πτώματα των ξεκοιλιασμένων αλόγων και τον ασθμαίνοντα ταύρο (Ouranis) |
- γυρίζω πίσω ασθμαίνουσα για την παράσταση, τους βρίσκω όλους εκεί (Stratou) |
- μια ασθμαίνουσα ικανοποίηση κυριαρχούσε παντού (ASchinas)
- ② fig fast-moving, breathless, breathtaking, frantic:
- η ασθμαίνουσα εποχή μας |
- στο κέντρο της κατάκοπης, ασθμαίνουσας πολιτείας μπορείς ν' ακούσεις τον αληθινό παλμό της ζωής (Chatzinis, adapted)
[fr kath ασθμαίνων ← AG, prp of ἀσθμαίνω]
- ① panting, gasping, falling short of breath (syn λαχανιάζοντας, λαχανιασμένος):



