Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασθενέστερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενέστερος [asθenésteros] ο, (L)
  • weaker individual (ant ο ισχυρότερος):
    • για να προστατευθούν οι ασθενέστεροι απέναντι στην αυθαιρεσία των ισχυροτέρων, τιμωρείται αυστηρά η δυσφήμιση (Stasinop) |
    • στα ψάρια ο φυσικός θάνατος είναι σπανιότερος από την κατασπάραξη του ασθενέστερου από τον ισχυρότερο (Louros)

[substantiv. m of ασθενέστερος, C of ασθενής2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες