Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασθενέστερος [asθenésteros] ο, (L)
- weaker individual (ant ο ισχυρότερος):
- για να προστατευθούν οι ασθενέστεροι απέναντι στην αυθαιρεσία των ισχυροτέρων, τιμωρείται αυστηρά η δυσφήμιση (Stasinop) |
- στα ψάρια ο φυσικός θάνατος είναι σπανιότερος από την κατασπάραξη του ασθενέστερου από τον ισχυρότερο (Louros)
[substantiv. m of ασθενέστερος, C of ασθενής2]
- weaker individual (ant ο ισχυρότερος):



