Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασημότητα η [asimótita] Ο28 : ANT διασημότητα. 1. η ιδιότητα του άσημου και η κατάσταση της μετριότητας και της αφάνειας, στην οποία ζει ο άσημος. 2. άνθρωπος άσημος.
[λόγ. < μσν. ασημότης < άσημ(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασημότητα [asimόtita] η, (L)
- ① insignificance, unimportance, obscurity (syn ασημαντότητα 1, αφάνεια):
- ούτε .. νοιώθει τη μικρότητα και ~του ανθρώπινου ατόμου (Lambridi) |
- τα γουρνοτσάρουχα τον κρατούσαν στην αφάνεια και στην ~ (Athanas) |
- κανένας δεν φρόντισε να τους ανασύρει από την ~ (Thrylos) |
- τα νησιά αυτά έχασαν τη σπουδαιότητά τους, ξαναγύρισαν στην παλιά ~ (Floros)
- ② insignificant, unimportant, or obscure person (syn in ασημαντότητα 2):
- είτε χτυπάει τον Σουρή και τον Παλαμά είτε εγκωμιάζει ασημότητες, οι παρατηρήσεις του .. έχουν πάντα μοναδική βαρύτητα (Dimaras)
[fr kath ασημότης ← MG (CGL), der of άσημος]
- ① insignificance, unimportance, obscurity (syn ασημαντότητα 1, αφάνεια):



