Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασημόσκονη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασημόσκονη η [asimóskoni] Ο32 : σκόνη από ασήμι ή από απομίμηση ασημιού, που χρησιμοποιείται στη διακοσμητική.

[ασημο- + σκόνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασημόσκονη [asimóskoni] η,
  • ① a fine substance or powder consisting of silver particles:
    • μελάνη με ~ |
    • κάδρο βαμμένο με ~ |
    • άφησε την ~ από τα πέλματά της πάνω σ' όλα τα σκαλοπάτια (Myriv) |
    • πασπαλισμένο ολούθε με ψιλή ~ [το δεντράκι] θα φάνταζε χιονισμένο (AAGeorgiadis-K)
  • ② fig glittering dust or particles:
    • αντίκρυσε τα σμάρια των ανάερων παγανών να παιγνιδίζουν στην ~του αέρα (Karagatsis) |
    • τα δέντρα και τα θάμνα πασπαλησμένα μ' ~ μοιάζανε σα λιγάκι μουδιασμένα κάτου από το φως του φεγγαριού (Kovvatzis)

[cpd w. σκόνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες