Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασημής -ιά -ί
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Ασήμης [asímis] ο, (& Aσημής) pers-n

[der of ασήμι; cf Aργύρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασημής -ιά -ί [asimís] Ε8 & ασημί [asimí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του ασημιού: Ο ήλιος έδινε στη θάλασσα ασημιές ανταύγειες, ασημένιες. Mια σκιά ματιών ασημί. || (ως ουσ.) το ασημί, το ασημί χρώμα.

[ασήμ(ι) -ής· ασήμ(ι) -ί 4]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go