Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασελγής -ής -ές
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
ασελγής, επίθ.
  • Ακόλαστος, λάγνος:
    • ασελγές γύναιον (Έκθ. χρον. 3620).

[αρχ. επίθ. ασελγής. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασελγής -ής -ές [aseljís] Ε10 : 1.που ζει μέσα στην ασέλγεια, που ρέπει στις σαρκικές ηδονές. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ασέλγεια: Aσελγείς πράξεις.

[λόγ. < αρχ. ἀσελγής]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασελγής1 [aselyís] ο, gen ασελγούς, (L)
  • lewd or obscene person:
    • πού η αποβολή του ασελγούς από τον τόπο της ασελγείας; (Palaiologos)

[substantiv. m of ασελγής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασελγής2, -ής, -ές [aselyís] gen ασελγούς, (L)
  • ① lewd, lascivious, salacious, bawdy, dirty, obscene (syn αισχρός, άσελγος, άσεμνος, near-syn ακόλαστος 1a, λάγνος):
    • ~λογοτεχνία |
    • ασελγείς καμπύλες, πράξεις |
    • ασελγές γέλιο |
    • ασελγή μάτια |
    • αναφέρουν σαν .. αιτία της αλλαγής της ζωής του .. τις ασελγείς επιθυμίες κάποιου Tούρκου αγά (Melas) |
    • μνημονεύει .. τις ασελγείς πράξεις σεξουαλικά ανώμαλων τύπων (Kanellop) |
    • είχαν τα χυτά καπούλια της σάλεμ' ασελγέστατο (Karagatsis)
  • ② indecent, obscene, wicked, repulsive (near-syn αποκρουστικός):
    • χωρίς την ελευθερία .. η αλήθεια διαστρέφεται σε απάτη, η αρετή καταντά ~υποκρισία (Ploritis)

[fr kath ασελγής ← MG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες