Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστοποιώ [azvestopiό] ασβεστοποιεί, ασβεστοποίησα, mediop 3sg ασβεστοποιείται, (L)
- ① turn into lime, calcine (syn απασβεστώνω 1):
- η φωτιά ασβεστοποίησε τις πέτρες της τοιχοδομίας
- ② mi turn into lime:
- δίνουν την εντύπωση του μαρμάρου, που αρχίζει να ασβεστοποιείται μετά από φωτιά (Despinis)
[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστοποιώ, cpd w. ποιώ; cf MG ασβεστοποιώ 'make inextinguishable or eternal']
- ① turn into lime, calcine (syn απασβεστώνω 1):



