Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασβεστοκάμινος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβεστοκάμινος η [azvestokáminos] Ο36 & ασβεστοκάμινο το [azvesto kámino] Ο41 : καμίνι όπου παρασκευάζεται ο ασβέστης από τους ασβεστολίθους.

[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + κάμινος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστοκάμινος [azvestokáminos] η, (L) = ασβεστοκάμινο
:
  • όλα αυτά τα έργα συγκεντρώθηκαν εκεί ως πρώτη ύλη, για να καταλήξουν στην ασβεστοκάμινο (Andronikos)

[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστοκάμινος, cpd w. κάμινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go