Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστοκάμινο [azvestokámino] το,
- kiln or furnace in which limestone is burned to produce lime, limekiln (syn L ασβεστοκάμινος):
- ένας καμινάρης έβαλε μπροστά κι έχτισε έν' ~(Prevelakis) |
- νοιώθετε ολόγυρά σας κάτι από την οσμή της πυρκαγιάς, από το ρούφουλα του ασβεστοκάμινου (Fteris) |
- poem θ' ανοίξω ~πολύ να βγάλω ασβέστη (Athanas)
[fr postmed (Somavera, Du Cange) ασβεστοκάμινον, cpd w. καμίνιον]
- kiln or furnace in which limestone is burned to produce lime, limekiln (syn L ασβεστοκάμινος):
[Λεξικό Κριαρά]
- ασβεστοκάμινον το.
-
- Καμίνι για την παρασκευή του ασβέστη:
- (Νεκρολ. φ. 4r).
[<ουσ. ασβέστης + καμίνι(ν). Η λ. στο Du Cange (λ. άσβεστος) και σήμ. (‑ο)]
- Καμίνι για την παρασκευή του ασβέστη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστοκάμινος η [azvestokáminos] Ο36 & ασβεστοκάμινο το [azvesto kámino] Ο41 : καμίνι όπου παρασκευάζεται ο ασβέστης από τους ασβεστολίθους.
[λόγ. άσβεστ(ος) -ο- + κάμινος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστοκάμινος [azvestokáminos] η, (L) = ασβεστοκάμινο
- :
- όλα αυτά τα έργα συγκεντρώθηκαν εκεί ως πρώτη ύλη, για να καταλήξουν στην ασβεστοκάμινο (Andronikos)
[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστοκάμινος, cpd w. κάμινος]



