Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασβεστίτης ο [azvestítis] Ο10 : ορυκτό που είναι το βασικό συστατικό πολλών πετρωμάτων.
[λόγ. άσβεστ(ος) -ίτης μτφρδ. γαλλ. calcite]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστίτης [azvestítis] ο, (L) chem & geol
- calcium carbonate, calcite:
- κρύσταλλοι ασβεστίτη στο μάρμαρο
[fr kath (neol Koumanoudis) ασβεστίτης, calqued on ISV calcite]
- calcium carbonate, calcite:



