Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασβεστάδικο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβεστάδικο το [azvestáδiko] Ο41 : (οικ.) ασβεστοκάμινος. || τόπος όπου πουλούν ασβέστη.

[ασβέστ(ης) -άδικο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστάδικο [azvestá∂iko] το,
  • ① factory where lime is produced (syn ασβεσταριά, ασβεσταριό, L ασβεστοποιείο)
  • ② store where lime is sold (syn L ασβεστοπωλείο)

[der of ασβεστάς (stem ασβεστάδ-) w. suff -ικο; cf ξυλάδικο, ψωμάδικο etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go