Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασαφώς
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασαφώς [asafós] adv (L)
  • vaguely, unclearly (ant ξεκάθαρα, L σαφώς):
    • κατορθώνουν να εκφράσουν κάτι, που δεν το γνωρίζουν, αλλά το βλέπουν ~(Michelis) |
    • [τον ωραίο καιρό] άλλος τον προσδιορίζει ακριβέστερα και άλλος ασαφέστερα (Dimaras)

[fr kath ασαφώς ← AG, der of ασαφής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go