Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαφώς [asafós] adv (L)
- vaguely, unclearly (ant ξεκάθαρα, L σαφώς):
- κατορθώνουν να εκφράσουν κάτι, που δεν το γνωρίζουν, αλλά το βλέπουν ~(Michelis) |
- [τον ωραίο καιρό] άλλος τον προσδιορίζει ακριβέστερα και άλλος ασαφέστερα (Dimaras)
[fr kath ασαφώς ← AG, der of ασαφής]
- vaguely, unclearly (ant ξεκάθαρα, L σαφώς):



