Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασίγαστα [asíγasta] adv
- persistently, unremittingly, incessantly (syn αδιάκοπα, ακατάπαυτα, ασίγητα, ασταμάτητα):
- poem .. ~φυσώντας | εδώ γεννάει καρπούς ο ζέφυρος κι άλλους εκεί γουρμάζει (Homer Od 7.118 Kaz-Kakr)
[der of ασίγαστος]
- persistently, unremittingly, incessantly (syn αδιάκοπα, ακατάπαυτα, ασίγητα, ασταμάτητα):



