Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασήμαντα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασήμαντα [asímanda] adv
  • insignificantly, unnoticeably, inappreciably:
    • δυο γυναίκες .. ντυμένες έτσι σεμνά κι ~που δε μπορούσες να κρατήσεις καμιά λεπτομέρεια (Mitropoulou) |
    • οι άνθρωποι γίνονται τόσο ~ μικροί, τόσο οδυνηρά φθηνοί για ένα κομμάτι .. ψωμί (AMatsas) |
    • poem πόσο ~πεθαίνουν οι άνθρωποι | στα χωριά, στις μικρές πολιτείες (NPappas)

[der of ασήμαντος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go