Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασήκωτα [asíkota] adv
- very heavily, unbearably, irremovably:
- πάτησε ~το πόδι του |
- έχει ~ βαριά ευθύνη |
- μέσα του βάραινε ~ η πρόληψη πως είναι αμαρτωλός (Terzakis) |
- μας προδιαγράφουν και τη μέθοδο, την άλλωστε ~ μονότονη και δύσκαμπτη, με την οποία θα ανατμηθεί το παλαμικό έργο (Tsatsos)
[der of ασήκωτος]
- very heavily, unbearably, irremovably:



