Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασάλευτα [asálefta] adv
- ① immovably, firmly (syn ατράνταχτα, στερεά):
- κοιτάζει ~ |
- είναι γερά κι ~ θεμελιωμένος στο βράχο (Miliadis) |
- κοφτά και ~ ορθώθηκε μπροστά μου το ρώτημά του (Panagiotop) |
- οι δυο γυναίκες στα πόδια του, που ~ τον στεριώνουν, η πίστη και η αγάπη (Papatsonis)
- ② without shaking or swaying, smoothly, calmly (near-syn απαλά 3, ομαλά):
- ταξιδεύει ~ |
- μια κουρούνα με τεντωμένο λαιμό πετάει ~ ενάντια στη μπόρα (KPolitis) |
- poem .. αργομιλούσε ~στυλώνοντάς με (Kazantz)
[fr postmed (Somavera) ασάλευτα ← LK, der of ασάλευτος2]
- ① immovably, firmly (syn ατράνταχτα, στερεά):



