Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρόδο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρόδο [aróδo] επίρρ. : (ναυτ.) όρος που σημαίνει σύντομη παραμονή πλοίου έξω από το λιμάνι ή από το αγκυροβόλιο: Tο πλοίο έμεινε / άραξε ~, στα ανοιχτά.

[βεν. *arodo(;) (πρβ. παλ. ιταλ. arroto `επιπλέον΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρόδο [arό∂o] adv (& αρόδου)
  • ① naut at a distance fr the shore, in the offing (syn ανοιχτά 3b):
    • είμαι, μένω, στέκομαι ~ |
    • ανοίχτηκε αμέσως ~ και τράβαε με βία για τη μπρατσέρα (Lykoudis) |
    • το ποστάλε της γραμμής ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα και στεκόταν ~ (Chatzis) |
    • τα μεγάλα καράβια αγκυροβολημένα αρόδου έχουν αφήσει ένα πολύχρωμο πλήθος να ξεχυθεί στην πόλη (Varelas)
  • ② fig phr τράβα ~

[fr Ven a roda (18th c.) ← It a ruota]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go