Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρωματοπώλης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρωματοπώλης ο [aromatopólis] Ο10 : αυτός που πουλά αρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀρωματοπώλης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρωματοπώλης [aromatopόlis] ο, (L)
  • perfume seller, perfumer

[fr kath αρωματοπώλης ← LK, cpd w. -πώλης / πωλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go