Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρωματισμένος, -η, -ο [aromatizménos]
- ① to which an aromatic sustance has been added, scented, flavored:
- αρωματισμένο νερό |
- καραμέλες αρωματισμένες με βιολέτα |
- κρασί αρωματισμένο με δάφνη
- ⓐ wearing, or impregnated w., perfume, perfumed (syn παρφουμαρισμένος):
- αρωματισμένη αγκαλιά |
- αρωματισμένα κοριτσόπουλα |
- αρωματισμένα μαλλιά, σεντόνια |
- ωραίες κυρίες .. πουδραρισμένες, αρωματισμένες, δρασκελούσαν στη λαχαναγορά τα σαπισμένα πορτοκάλια (Kazantz) |
- το σώμα της ήτανε μαλακό, γλυκό, βαριά αρωματισμένο (Thetokas) |
- έβγαλε από τον κόρφο της ένα μικρό αρωματισμένο μαντήλι (Valtinos)
- ② fragrant, scented, aromatic (syn in αρωματικός):
- ~καφές |
- αρωματισμένα τσιγάρα |
- πουθενά δεν τελειώνει το αρωματισμένο εκείνο δάσος (Athanasiadis-N) |
- από την κουζίνα έρχεται ~ καπνός (id.)
[ppp of αρωματίζω]
- ① to which an aromatic sustance has been added, scented, flavored:



