Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχόμενος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχόμενος1 [arxόmenos] ο, (L) usu pl
  • person under s.o.'s authority, ruled person, subject (syn υπήκοος, ant άρχοντας 1a):
    • η λέξη αυθεντία προϋποθέτει .. το δεσπότη και το δούλο, τον άρχοντα και τον αρχόμενο (Panagiotop) |
    • οι άρχοντές μας δεν έχουν ζυγίσει καλά τη σημασία των λέξεων όταν εκφράζονται για τους αρχομένους (Theotokas)

[fr kath αρχόμενος ← MG (Kriaras' Lex s.v. άρχω), PatrG ← AG, prpmi of άρχω 'command'; cf αρχόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχόμενος2, -η (& -μένη), -ο [arxόmenos] (L)
  • starting, beginning, incipient:
    • αρχόμενη ανικανότητα, κόπωση, παραφροσύνη |
    • ο ~εικοστός αιώνας the beginning of the 20th century, the turn of the 20th c. |
    • προσπάθησε .. να βοηθήσει την αρχόμενη τότε δημοτικιστική αναγέννηση (Panagiotop) |
    • τα θέματα αυτά απασχόλησαν την αρχόμενη λαογραφία (Dimaras) |
    • κάποιος άνεμος ρεαλισμού αναγγέλλει την αρχομένη διάλυση της γεωμετρικής δομής (Dakaris)

[fr kath αρχόμενος ← PatrG, AG, prpmi of άρχω 'start'; cf αρχόμενος1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go