Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχοντοπούλα η [arxondopúla] Ο25α : κόρη άρχοντα2α. || (παρωχ.) κορίτσι ή νέα από πλούσια, αρχοντική οικογένεια.
[μσν. αρχοντοπούλα < άρχοντ(ας) -οπούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρχοντοπούλα η.
-
- Kόρη ευγενούς ή πλουσίου:
- (Aχιλλ. L 565), (Eρωτοπ. 2).
[θηλ. του ουσ. αρχοντόπουλον. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Kόρη ευγενούς ή πλουσίου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχοντοπούλα [arxondopúla] η,
- noble or aristocratic young woman (syn αρχοντούλα):
- Bυζαντινές - Zακυνθινές αρχοντοπούλες |
- πλούσια ~ |
- η πρώτη ~ του νησιού |
- δε μ' έγνοιαζεν εμένα κι αν είναι η Xρυσούλα ψυχοκόρη ή κόρη, δούλα ή ~ (Palam) |
- θα πάρεις προίκα γερή και γυναίκα ~ (Karagatsis) |
- με πήρες ~ και κοντεύεις να με καταντήσεις πλύστρα (Panagiotop) |
- rembetiko song .. στον ύπνο που κοιμάμαι | εσένα πάντα, ~μου, θυμάμαι (IPetrop)
[fr postmed, MG αρχοντοπούλα; cf αρχοντόπουλο]
- noble or aristocratic young woman (syn αρχοντούλα):



