Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχοντικός -ή -ιά -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αρχοντικός, επίθ.
  • 1) Που ανήκει σε άρχοντα, που προέρχεται από άρχοντα:
    • αίμα αρχοντικό (Φαλλίδ. 10).
  • 2)
    • α) Που ταιριάζει σε άρχοντα, σε ευγενή:
      • τάξεις και ήθη αρχοντικά (Σοφιαν., Παιδαγ. 100
    • β) μεγαλοπρεπής:
      • αρχοντικόν παναγύριν (Mαχ. 9234).
  • 3) Που έχει τα ήθη, τους τρόπους ή την εμφάνιση του άρχοντα:
    • αρχοντικά κοράσια τιμημένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [423]).
  • 4) (Ως ουσ.) ευγενής νέος:
    • αρχοντικοί … τες πεθυμούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [700]).

[μτγν. επίθ. αρχοντικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχοντικός -ή -ό [arxondikós] Ε1 : 1.που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε άρχοντα: Είναι από αρχοντική οικογένεια. Έχει αρχοντικούς τρόπους, ευγενικούς. Aρχοντικό παράστημα, επιβλητικό. Έκανε αρχοντική ζωή. 2. (ως ουσ.) το αρχοντικό: α. η κατοικία του άρχοντα. β. για πολυτελή κατοικία εύπορου αστού. αρχοντικά ΕΠIΡΡ: Zει ~, πολύ πλούσια.

[1: μσν. αρχοντικός (αρχική σημ.: `που ανήκει σε αξιωματούχο΄) < άρχοντ(ας) -ικός· 2: μσν. αρχοντικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αρχοντικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχοντικός, -ή (& -ιά), -ό [arxondikós]
  • ① of or pertaining to high-born persons, noble, aristocratic (syn αριστοκρατικός2 2a, αρχοντήσιος, ant λαϊκός):
    • ~γαμπρός |
    • αρχοντική καταγωγή, οικογένεια, συνείδηση, τάξη |
    • αρχοντικό ελάττωμα, όνομα, παλάτι, σχολείο, τσιφλίκι |
    • αρχοντικό τζάκι fig noble family (syn αρχοντόσπιτο 2) |
    • η τέχνη είναι μαζί αρχοντική και δημοτική (Palam) |
    • μια στιγμή που χοχλάκισε το αρχοντικό του αίμα, σκότωσε τον αγά που τον δυνάστευε (Prevelakis) |
    • δημιουργείται .. το λογοτεχνικό ενδιαφέρον στους αρχοντικούς φαναριώτικους κύκλους (Dimaras) |
    • σκέπασε το πρόσωπό της ανάμεσα τις αρχοντικές παλάμες της κι έκλαψε (MGeorgiou) |
    • poem παραμονεύει· αρχοντικό συμπεθεριό διαβαίνει, | κι από τ' αρματωμένα του χέρια χυμά κι αρπάζει | γαμπρό και νύφη κλ (Palam)
  • ⓐ characteristic of affluent or important people, lavish, rich (syn πλούσιος, ant φτωχικός):
    • ~γάμος |
    • αρχοντική φιλοξενία, φορεσιά |
    • αρχοντικές σοδειές |
    • αρχοντικό δώρο, σαλόνι, σπίτι, τραπέζι |
    • κάτω τον περίμενε ένα μεγάλο αρχοντικό αυτοκίνητο (Myriv) |
    • ο Pήγας είναι μόνιμος και γνωστότατος κάτοικος μιας αρχοντικής συνοικίας του Bουκουρεστίου (Vranousis) |
    • rembetiko song μπροστά στ' αρχοντικά σου τα στολίδια | σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και Pωμιοί (IPetrop)
  • ② noble, stately, imposing, courtly (near syn L εντυπωσιακός, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής):
    • αρχοντική λεωφόρος |
    • αρχοντικό ξενοδοχείο, παράστημα, παρουσιαστικό |
    • συνήθιζε να μένει στην άλλη κάμαρα, αποτραβηγμένη μ' έπαρση αρχοντική (Terzakis) |
    • θυμήθηκα και τ' αρχοντικά της μαλλιά, που φτάνανε ως τα πόδια της (Chatzisotiriou) |
    • στάθηκε στην πόρτα του πύργου, του πύργου κυρά αρχοντικότατη, προσμένοντας να περάσουν οι καβαλάρηδες (Karvounis)
  • ⓑ noble, dignified, gentle, genteel, civil (near-syn L αξιοπρεπής2 1, ευγενής):
    • ~και ειλικρινής χαρακτήρας |
    • αρχοντικές κινήσεις, συνήθειες |
    • αρχοντικό φέρσιμο |
    • είναι ένας λεπτός, ~εορταστικός τόνος του αισθήματος και της σκέψης (Papanoutsos) |
    • η συζήτηση αυτή θα μπορούσε ίσως να χαρακτηριστεί σαν ένας μικροκαβγάς της αρχοντικής ποίησης και της αδιάκριτης .. πεζογραφίας (Theotokas) |
    • poem .. τόσον είναι ωραία και τόσο αρχοντική, | που μόλις την ιδεί ο διαβάτης | ξαφνίζεται κλ (Palam) |
    • αρχοντικιά είν' η όψη του και της ψυχής του εικόνα (id.)

[fr postmed, MG αρχοντικός ← PatrG, K (also pap)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες