Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιψεύτης ο [arxipséftis] Ο10 θηλ. αρχιψεύτρα [arxipséftra] Ο25α : (ειρ.) για κπ. που λέει πολλά και μεγάλα ψέματα.
αρχιψεύταρος ο MΕΓΕΘ. [αρχι- + ψεύτης· αρχιψεύ(της) -τρα· αρχιψεύτ(ης) -αρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιψεύτης [ar ipséftis] ο, s. αρχιψεύταρος
- :
- ήταν άξιος υπηρέτης του αρχιψεύτη αφεντικού του (Tsirkas)
[cpd w. ψεύτης]



