Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιτρίκλινος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρχιτρίκλινος ο.
  • Προϊστάμενος συμποσίου, συμποσίαρχος:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 258v).

[μτγν. ουσ. αρχιτρίκλινος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιτρίκλινος [arçitríklinos] ο, (L) rare
  • head or host of a banquet (syn συμποσίαρχος):
    • καθώς μας λέει τούτα τα μυθεύματα την ώρα του τραπεζώματος ο αρχιτρίκλινός μας, μοιάζει του Eυαγγελιστή Mατθαίου (Papatsonis)

[fr kath αρχιτρίκλινος ← PatrG, K, cpd w. τρίκλινον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go