Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιτεμπέλης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιτεμπέλης ο [arxitembélis] Ο11 θηλ. αρχιτεμπέλα [arxitembéla] Ο25α : (ειρ.) για κπ. που είναι πολύ τεμπέλης. αρχιτεμπέλαρος ο MΕΓΕΘ.

[αρχι- + τεμπέλης, τεμπέλα· αρχιτεμπέλ(ης) -αρος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιτεμπέλης [arçitembélis] ο,
  • very lazy person (syn τεμπέλαρος)

[cpd w. τεμπέλης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go