Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιτεκτόνημα το [arxitektónima] Ο49 : 1.αρχιτεκτονικό έργο. 2. (μτφ.) για κτ., π.χ. έργο τέχνης, σύγγραμμα κτλ., που είναι σωστά δομημένο.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχιτεκτόνημα `σχέδιο, κατασκευή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιτεκτόνημα [arçitektόnima] το, (& αρχιτεχτόνημα) (L)
- ① structure designed by an architect, architectural construction, edifice (near-syn οικοδόμημα):
- ελληνιστικό, επιβλητικό, μνημειακό, μοντέρνο, τριόροφο ~ |
- ~ γοτθικού ρυθμού |
- το έργο στερήθηκε την ενότητα, που δημιουργεί τα μεγάλα αρχιτεκτονήματα (Papantoniou) |
- οι αναλογίες, που παρουσιάζουν τα μέλη του αρχιτεκτονήματος .. μας θέλγουν (Michelis) |
- στην εικόνα η όλη διάταξη των αρχιτεκτονημάτων είναι αντίστροφη από εκείνη που φαίνεται στη χαλκογραφία (Pallas) |
- η πρώτη συστηματική έρευνα οικισμού προχώρησε σε βάθος με στρωματογραφική μελέτη των αρχιτεκτονημάτων (NPlaton)
- ② fig intellectual construct or artifice (near-syn κατασκεύασμα):
- φαίνεται να παίρνει στα σοβαρά τις παραδόσεις, αντί να προσπαθήσει .. να γκρεμίσει τ' αρχιτεκτονήματα της φαντασίας (Kelesidou-G)
[fr kath αρχιτεκτόνημα ← PatrG (Eusebius, 4th c.), K (Lucian, 'plan proposed'), der of (AG, K) αρχιτεκτονώ]
- ① structure designed by an architect, architectural construction, edifice (near-syn οικοδόμημα):



