Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχισυνταξία η [arxisindaksía] Ο25 : 1.το έργο του αρχισυντάκτη. 2. το γραφείο του αρχισυντάκτη.
[λόγ. αρχισυντάκ(της) -σία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχισυνταξία [arçisindaksía] η, (L)
- office of editor-in-chief:
- γνωστός δημοσιογράφος αναλαμβάνει την ~της εφημερίδος
[fr kath (neol) αρχισυνταξία, modification of the better neol (Koumanoudis) αρχισύνταξις]
- office of editor-in-chief:



