Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχισυμμορίτης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχισυμμορίτης ο [arxisimorítis] Ο10 : ο επικεφαλής ομάδας συμμοριτών ή συμμορίτης με μεγάλη δράση.

[λόγ. αρχι- + συμμορίτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχισυμμορίτης [arçisimorítis] ο, (L)
  • ① chief of a band of brigands or bandits (syn in αρχιλήσταρχος):
    • ο Xατζημιχαλάς, .. που ήταν οπλαρχηγός στον Aγώνα, .. βγήκε στο αντάρτικο ~(Petsalis)
  • ② master criminal, dangerous gangster:
    • οι Γάλλοι αρχισυμμορίτες διατηρούν σχέσεις συνεργασίας με τη σικελική Mαφία |
    • μια ομάδα αρχισυμμοριτών μετατρέπουν τη βάση (i.e. μορφίνης) σε ηρωίνη

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχισυμμορίτης, cpd w. συμμορίτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go