Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιπυροσβέστης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιπυροσβέστης ο [arxipirozvéstis] Ο10 : βαθμός υπαξιωματικού του πυροσβεστικού σώματος, ανώτερος από τον υπαρχιπυροσβέστη και κατώτερος από τον πυρονόμο.

[λόγ. αρχι- + πυροσβέστης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιπυροσβέστης [arçipirozvéstis] ο, (L)
  • head of a fire department, fire chief:
    • αδικίες διαπράχθηκαν σε βάρος πολλών αρχιπυροσβεστών

[fr kath (neol) αρχιπυροσβέστης, cpd w. πυροσβέστης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go