Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιπροδότης [arçipro∂όtis] ο, (L)
- person notorious for extremely treasonous behavior, archtraitor:
- ο ένας φώναζε τον άλλο προδότη, κι ~εννοείται για τον καθένανε ο Άρφας (Psichari) |
- να πληρώσουν την προδοσία τους, την προδοσία του αρχιπροδότη του αρχηγού τους (Petsalis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιπροδότης, cpd w. προδότης]
- person notorious for extremely treasonous behavior, archtraitor:



