Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιπλοίαρχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρχιπλοίαρχος ο [arxiplíarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον πλοίαρχο και κατώτερος από τον υποναύαρχο, αντίστοιχος με τον ταξίαρχο του στρατού ξηράς.

[λόγ. αρχι- + πλοίαρχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιπλοίαρχος [arçiplíarxos] ο, (L)
  • ① navy commodore:
    • πέντε αρχιπλοίαρχοι προάγονται στο βαθμό του υποναυάρχου
  • ② merchant marine superintendent captain, port captain:
    • μπορεί στο Mπόλτιμορ να σε περιμένει ο ~της εταιρίας απ' τη Nέα Yόρκη (Venezis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιπλοίαρχος, cpd w. πλοίαρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go