Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιναύαρχος [arçinávarxos] ο, (L) navy
- supreme naval commander, first admiral, admiral of the fleet:
- η δήλωση του αρχιναύαρχου περιλάμβανε και τον κόλπο των Πατρών (Xenop) |
- την είχε έτοιμη .. την απόφαση, που διόριζε τον .. Mιαούλη αρχιναύαρχο της Ύδρας (Petsalis) |
- ο ~του τουρκικού στόλου .. έβγαινε από το Bόσπορο με τα καράβια του (Dimaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιναύαρχος, cpd w. ναύαρχος]
- supreme naval commander, first admiral, admiral of the fleet:



