Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιμάστορας ο [arximástoras] Ο5 : ο επικεφαλής των μαστόρων· πρωτομάστορας. || υπεργολάβος που έχει τη διεύθυνση των εργασιών.
[αρχι- + μάστορας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιμάστορας [arçimástoras] ο, (& αρχιμάστορης)
- ① master craftsman (syn αρχιτεχνίτης):
- ο ~μαθαίνει τη δουλειά στους εργάτες |
- φτάνει στο ύψος ενός αρχιμάστορη του δημοτικού λόγου |
- η κόρη, που πήρε ο χρυσοχόος, ήταν θυγατέρα του αρχιμάστορη, που πλάι του είχε δουλέψει (Kanellop, adapted) |
- ~ φημισμένος αυτών των καϊκιών ήταν ο Σπετσιώτης Δ.T. (Zappas) |
- οι αρχιμαστόροι της ρεαλιστικής σχολής μας μιλάνε για τον εμποδισμένον φυσικό έρωτα (Melas) |
- με πρωτεργάτες τον Γ.Π. και τον Λ.A. και αρχιμάστορα τον E. Παπανούτσο αποκαταστάθηκε η ισοτιμία δημοτικής και καθαρεύουσας (Peponis)
- ② specif master builder, chief mason (syn πρωτομάστορας):
- ένας από τους αρχιμαστόρους της Aγίας Σοφίας .. είχε αναθέσει .. σ' ένα μαθητή του .. να τελειώσει το μεγάλο έργο (Tarsouli) |
- πήρε στο γιαπί εργάτες και μαστόρους και αρχιμάστορα έβαλε τον Kαραγκιόζη (GIoannou)
[cpd w. μάστορας]
- ① master craftsman (syn αρχιτεχνίτης):



