Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχιλογιστής ο [arxilojistís] Ο7 : προϊστάμενος των λογιστών μιας επιχείρησης ή μιας υπηρεσίας.
[λόγ. αρχι- + λογιστής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιλογιστής [arçiloyistís] ο, (L)
- chief accountant, comptroller:
- θα μπορούσε άνετα να φορολογείται εικοσιένα σελίνι για κάθε λίρα, αν δεν είχε εμένα αρχιλογιστή (PIoannidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιλογιστής, cpd w. λογιστής]
- chief accountant, comptroller:



