Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχικλέφτης ο [arxikléftis] Ο10 θηλ. αρχικλέφτρα [arxikléftra] Ο25α : (ειρ.) αυτός που έχει κάνει πολλές ή και μεγάλες κλοπές, ο μεγάλος κλέφτης.
αρχικλέφταρος ο MΕΓΕΘ. [λόγ. αρχι- + κλέφτης μτφρδ. αγγλ. archthief· λόγ. αρχικλέφ(της) -τρα· αρχικλέφτ(ης) -αρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχικλέφτης [arçikléftis] ο, s. αρχικλέφταρος
- :
- μας συμβούλευε να γίνουμε αρχικλέφτες, αν θέλουμε να πεθάνουμε μια φορά (Voutyras)
[fr postmed (Somavera) αρχικλέφτης, cpd w. κλέφτης; cf kath (neol Koumanoudis) αρχικλέπτης & (Souda) αρχέκλοπος 'master-thief']



