Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρχικατάσκοπος ο [arxikatáskopos] Ο20α : κατάσκοπος με μεγάλη δράση ή ο επικεφαλής ομάδας κατασκόπων.
[λόγ. αρχι- + κατάσκοπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχικατάσκοπος [arçikatáskopos] ο, (L)
- chief of spies, master spy
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχικατάσκοπος, cpd w. κατάσκοπος]