Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιεισαγγελέας
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αρχιεισαγγελέας [arçiisaŋɟeléas] ο, (& αρχιεισαγγελεύς) (L) law
  • chief prosecutor:
    • ~πρωτοδικών |
    • ο ~ Πειραιώς σχημάτισε δέκα ακόμη δικογραφίες

[fr kath (neol) αρχιεισαγγελεύς, cpd w. AG (+) εισαγγελεύς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go