Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιδιάκων
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
αρχιδιάκων ο.
  • Αρχιδιάκονος:
    • αρχιδιάκων μέγιστος (Aρσ., Kόπ. διατρ. [489]).

[<αρχι‑ + ουσ. διάκων. H λ. τον 5. αι. (DGE)· πβ. το σημερ. αρχιδιάκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go